- Ιούδας
- ο1. γενάρχης των Ιουδαίων.2. μαθητής του Χριστού, εκείνος που πρόδωσε το Χριστό.3. μτφ., προδότης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἰούδας — Ἰούδᾱς , Ἰούδας masc acc pl (doric aeolic) Ἰούδᾱς , Ἰούδας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιούδας — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Απόστολος. Βλ. λ. Θαδδαίος. 2. Ι. ο Ισκαριώτης. Βλ. λ. Ιούδας ο Ισκαριώτης. 3. Πατριάρχης των Εβραίων. Τέταρτος γιος του Ιακώβ και της Λείας, επώνυμος ήρωας της ομώνυμης φυλής. Στον I. όφειλε τη σωτηρία του από την… … Dictionary of Greek
Ιούδας ο Ισκαριώτης — Ένας από τους δώδεκα μαθητές του Ιησού, o οποίος, κατά την ευαγγελική αφήγηση, πρόδωσε τον διδάσκαλό του παραδίδοντάς τον στους ιερείς του Ναού για 30 αργύρια. Μετανοώντας όμως για την πράξη του επέστρεψε τα χρήματα και απαγχονίστηκε (Ματθαίος… … Dictionary of Greek
Ιούδας ο Μακκαβαίος — (; – 160 π.Χ.). Τρίτος γιος του ιερέα Ματταθία, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του στην αρχηγία της επανάστασης των Εβραίων για θρησκευτική ελευθερία (166 π.Χ.) εναντίον του Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς. H πολεμική σύρραξη άρχισε όταν o Αντίοχος… … Dictionary of Greek
Αλεβί, Ιούδας — (Judah Halevy ή Juda ha Levi, 1075 – 1141). Εβραίος φιλόσοφος και θεολόγος, ο μεγαλύτερος εθνικός ποιητής των Εβραίων από τη Διασπορά και μετά. Γεννήθηκε στην Καστίλη της Ισπανίας και σπούδασε στη Λουκένα. Εκείνο που χαρακτηρίζει την ποίηση του Α … Dictionary of Greek
Χαλεβή, Ιούδας μπεν — Ιουδαίος ποιητής της μεταβιβλικής περιόδου (11ος – 12ος αι.). Γεννήθηκε στην Ισπανική Καστίλη και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στο Τολέντο. Το σπουδαίο ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται από την τελειότητα των μορφών και τον πλούτο των… … Dictionary of Greek
Ἰούδην — Ἰούδας masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰούδης — Ἰούδας masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰούδου — Ἰούδας masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek